|
ΝοηματικΗ ΑπΟδοση Ο Μαρκοβάλντο ένα πρωινό και καθώς περίμενε το τραμ, με το οποίο θα πήγαινε στην εταιρεία Svav, που εργαζόταν ως αχθοφόρος, παρατήρησε ένα σύνολο από μανιτάρια. Ξεμύτιζαν κοντά στη στάση και του προξένησε έκπληξη το συγκεκριμένο θέαμα μέσα στην «καρδιά της πόλης». Κρατώντας την περιοχή, όπου βλάστησαν τα μανιτάρια, ως επτασφράγιστο μυστικό, του δημιουργήθηκε η μανία της ιδιοκτησίας και του φόβου μήπως ανακαλύψει κάποιος άλλος το "θησαυρό" των μανιταριών. Κρατώντας ένα δανεικό καλάθι αποφασίζει χαράματα μιας Κυριακής να πάει με τα παιδιά του στην πρασιά, προκειμένου να μαζέψει τα ώριμα πλέον μανιτάρια. Το θέαμα ωστόσο που αντίκρισε τον άφησε άναυδο. Ο Αμάντιτζι, ένας οδοκαθαριστής της πόλης, μάζευε τα πολυπόθητα μανιτάρια. Η εικόνα αυτή προς στιγμήν τον εξόργισε, τον θύμωσε. Ως εκ θαύματος, όμως, η προσωπική εμπάθεια του Μαρκοβάλντο μεταμορφώθηκε σε γενναιοδωρία. Προέτρεψε όλους τους ανθρώπους που βρίσκονταν στη στάση να μαζέψουν τα μανιτάρια. Οι ανοιχτές ομπρέλες πήραν τη θέση της σακούλας και εύθυμοι όλοι ξεκίνησαν τη συγκομιδή, που τους "βγήκε σε κακό". Βρέθηκαν όλοι εκείνο το βράδυ στον ίδιο θάλαμο του νοσοκομείου έπειτα από τροφική δηλητηρίαση. Οι κύριοι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, ο Μαρκοβάλντο και ο Αμάντιτζι, ένα μόνο στοιχείο αντάλλαξαν μεταξύ τους: την άγρια ματιά. |