Πύραμος και ΘίσβηHome ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ

Up

 Πύραμος και Θίσβη

 

 Όπως διηγείται ο Οβίδιος «ο Πύραμος ήταν το πιο γοητευτικό παλληκάρι απ' όλους τους άνδρες και η Θίσβη η ωραιότερη νέα της Ανατολής». Οι δύο νέοι ζούσαν στη Βαβυλώνα και ήταν γείτονες. Αγαπούσαν τρυφερά ο ένας τον άλλο, αλλά, επειδή κατάγονταν από αντίπαλες οικογένειες, κρατούσαν την αγάπη τους κρυφή. Για να επικοινωνούν, χρησιμοποιούσαν μια σχισμή του τοίχου που χώριζε τα σπίτια τους. Μια μέρα «όταν η Αυγή είχε σβήσει τις αστερένιες φωτιές της νύχτας και οι αχτίδες του ήλιου είχαν στεγνώσει την πάχνη από το χορτάρι, οι δυο τους, έφτασαν στον τόπο όπου συναντιόντουσαν». Αφού θρήνησαν την κακιά τους μοίρα, αποφάσισαν να συναντηθούν τη νύχτα, έξω από τα τείχη  της πόλης. Συμφώνησαν να βρεθούν κάτω από τη μουριά, κοντά σε μια πηγή δίπλα στον τάφο του Νίνου. Η Θίσβη, έχοντας κρυμμένο το πρόσωπο με ένα πέπλο, έφθασε πρώτη στον τόπο συνάντησης και περίμενε τον αγαπημένο της κάτω από την μουριά, που τότε ήταν φορτωμένη με άσπρους καρπούς. Ξαφνικά, μια λέαινα με στόμα που έσταζε ακόμα το αίμα του ζώου που μόλις είχε κατασπαράξει, έφθασε στην πηγή για να σβήσει τη δίψα της. Η θίσβη κατατρομαγμένη έτρεξε να κρυφτεί σε μια κοντινή σπηλιά. Στη βιασύνη της όμως, άφησε να της πέσει το πέπλο που η λέαινα άρπαξε και ξεσχίσαμε το ματωμένο στόμα της. Όταν ο Πύραμος πλησίασε τον τόπο της συνάντησης, πρόσεξε τ'αχνάρια της λέαινας και βλέποντας το ματωμένο πέπλο, οι φόβοι του επαληθεύτηκαν. Νομίζοντας τη Θίσβη νεκρή και ανίκανος να βαστάξει τόσο πόνο, τράβηξε το σπαθί και το κάρφωσε στο πλευρό του. Ύστερα, με μια τελευταία προσπάθεια το τράβηξε από την πληγή. Τότε το αίμα πετάχτηκε με πίεση και πιτσίλλισε τα μούρα, βάφοντας τα έτσι ένα σκούρο κόκκινο χρώμα. Στο μεταξύ, η Θίσβη, αφού συνήλθε από το φόβο της, βγήκε από τον κρυψώνα της και αντίκρισε το νεκρό κορμί του Πύραμου. Γεμάτη φόβο και απόγνωση πήρε το σπαθί του και ρίχτηκε σ' αυτό. Πεθαίνοντας, παρακάλεσε τους θεούς να φροντίσουν ώστε τα σώματα τους να ταφούν στον ίδιο τάφο. Ζήτησε ακόμα να φροντίσουν ώστε οι καρποί του δέντρου, κάτω από το οποίο εξελίχθηκε η τραγωδία, να έχουν στο εξής ένα σκούρο, πένθιμο χρώμα, σ' ανάμνηση της άτυχης αγάπης τους. Πράγματι, όπως μας διαβεβαιώνει ο Οβίδιος, οι στάχτες των δύο εραστών αναπαύονται μαζί στο ίδιο δοχείο κι από τότε τα φρούτα της μουριάς παίρνουν πάντα ένα σκούρο κόκκινο χρώμα όταν ωριμάσουν.

 

Αυτό που βλέπουμε στο ψηφιδωτό είναι η στιγμή που η Θίσβη  πανικοβλημένη τρέχει να κρυφτεί από το άγριο θηρίο - μια λεοπάρδαλη και όχι τη λέαινα του Οβίδιου. Απέναντι, αντί του αγαπημένου της Θίσβης, βλέπουμε ένα ποτάμιο θεό που, όπως δηλώνει μια επιγραφή, ονομάζεται Πύραμος. Παρουσιάζεται με τον κλασσικό τρόπο με τον οποίο απεικονίζονται οι ποτάμιοι θεοί: μισοξαπλωμένος, ακουμπά σε μια αναποδογυρισμένη υδρία απ'όπου αναβλύζει άφθονο νερό. Το κεφάλι του είναι στεφανωμένο με φύκια και στο αριστερό του χέρι κρατεί ένα καλάμι. Στο δεξί του χέρι, κρατεί το κέρας της Αμάλθειας, σύμβολο της ευεργετικής επίδρασης του ποταμού στη γεωργία. Όπως έχουμε ήδη πει, εδώ πρόκειται για λάθος και παρανόηση του ψηφοθέτη, που στη θέση του εραστή της Θίσβης, παρουσίασε ένα άλλο Πύραμο, την προσωποποίηση ενός ποταμού της Κιλικίας στην Μικρά Ασία, που αναφέρεται από το Στράβωνα .

 

 

Αντώνης Πηλαβάκης