Δευτερεύουσες Ονοματικές Προτάσεις
Γιατί ονομάζονται έτσι: Η ονομασία προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «βούλομαι», που σημαίνει «θέλω». Συμπληρώνουν την έννοια ενός ρήματος ή ενός άλλου όρου μιας πρότασης, που σημαίνει θέλω, μπορώ, προτρέπω, εμποδίζω, αναγκάζομαι..
Πώς εισάγονται
¬ Εισάγονται με το σύνδεσμο: να.
1. Αντικείμενο ρημάτων ή περιφράσεων ίδιας σημασίας με τη σημασία των ρημάτων.
Εξαρτώνται από τα παρακάτω ρήματα ή από ρήματα συγγενικής σημασίας: ¬ Βουλητικά (θέλω, επιθυμώ, ποθώ, απαιτώ, παρακαλώ, επιχειρώ, αξιώ, εύχομαι, προσπαθώ, τολμώ, απαγορεύω, συμβουλεύω, προτρέπω, διδάσκω..) ¬ Τα ρήματα οφείλω, χρωστώ, αναγκάζομαι, ντρέπομαι, αρκούμαι, υποχρεώνομαι, περιορίζομαι. ¬ Δυνητικά (δύναμαι, μπορώ, ευκαιρώ, κατορθώνω, καταφέρω, έχω, ξέρω..) ¬ Αισθητικά (αισθάνομαι, νιώθω, βλέπω, ακούω .) ¬ Ψυχικού πάθους (χαίρομαι, δυσαρεστούμαι, σιχαίνομαι, χορταίνω, τρελαίνομαι, υποφέρω, τρέμω..) ¬ Αρκτικά (αρχίζω, παύω, αφήνω, εξακολουθώ..) Εξαρτώνται από τις περιφράσεις: έχω διάθεση, έχω επιθυμία, έχω χρέος, έχω σκοπό, έχω καιρό, είμαι πρόθυμος, έχω τη δύναμη, έχω καρδιά, έχω όρεξη, έχω καημό, έχω ανάγκη, έχω υποχρέωση..
2. Υποκείμενο απρόσωπων ρημάτων ή απρόσωπων εκφράσεων που έχουν σημασία συγγενική με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων.
Απρόσωπα ρήματα: ¬ ενδιαφέρει, νοιάζει, συμφέρει, απαιτείται, πρέπει, χρειάζεται, απαγορεύεται, συμβαίνει, αρμόζει, ταιριάζει, αξίζει, ωφελεί, μπορεί, επιτρέπεται, αποκλείεται, πρόκειται, φτάνει, γίνεται.. Απρόσωπες εκφράσεις: ¬ (Είναι) ώρα, ανάγκη, ντροπή, ευκαιρία, καιρός, θαύμα, ελπίδα, χαρά, δίκαιο, καλό, φρόνιμο, φυσικό, δυνατό, αδύνατο, δύσκολο, πιθανό, ενδεχόμενο, γραφτό, μοιραίο, πεπρωμένο, ωραία, καλύτερα Επεξήγηση ουσιαστικού ή ουδετέρου δεικτικής ή αόριστης αντωνυμίας, με σημασία σχετική με τα προηγούμενα ρήματα.
¬ απαίτηση, ανάγκη, έγνοια.. ¬ αυτό, τούτο, εκείνο, ένα, κάποιο.
Η βουλητική πρόταση ως επεξήγηση χωρίζεται στο γραπτό λόγο πάντα με κόμμα. 3. Προσδιορισμός ουσιαστικού ή επιθέτου, με σημασία σχετική με τα προηγούμενα ρήματα. ¬ πόθος, ανάγκη, σκοπός, υποχρέωση, ελπίδα.. ¬ ασυνήθιστος, έτοιμος, πρόθυμος, ανυπόμονος.. ¬ έπειτα από τις προθέσεις αντί, χωρίς, δίχως, ίσα-με, και τις προθέσεις από, με σε με το άρθρο το (από το να , με το να, στο να). |